Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θερμοσκόπιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θερμοσκόπιο το [θermoskópio] Ο40 : ειδική συσκευή που δείχνει τις μεταβολές της θερμοκρασίας.

[λόγ. < γαλλ. thermoscope < thermo- = θερμο- + -scope = -σκόπιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go