Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θερμομόνωση η [θermomónosi] Ο33 : η προστασία μιας κατασκευής, με διάφορες μεθόδους ή υλικά, όπως π.χ. κτιρίου, σωληνώσεων κτλ., από τις απώλειες θερμότητας: Στους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου έχει γίνει ~.
[λόγ. θερμο- + μόνω(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. isolation thermique ή γερμ. Wärmeisolation]



