Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θερμομετρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θερμομετρώ [θermometró] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ τη θερμοκρασία κάποιου: Ο γιατρός θερμομέτρησε τον άρρωστο. Πρέπει να θερμομετρείσαι κάθε πρωί.

[λόγ. θερμό(μετρον) -μετρώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go