Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεοφώτιστος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θεοφώτιστος, επίθ.
  • Θεοφωτισμένος· φωτισμένος, σοφός:
    • (Hist. imp. (Rochow) 1949).

[<ουσ. Θεός + φωτίζω. Η λ. τον 7. αι. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go