Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεοποίηση η [θeopíisi] Ο33 : 1α. η απόδοση θεϊκών ιδιοτήτων σε κπ. ή σε κτ.: H ~ των ζώων στις πρωτόγονες κοινωνίες. β. η εξύψωση κάποιου θνητού στο επίπεδο των θεών, η κατάταξή του ανάμεσά τους: H ~ του αυτοκράτορα / του Mεγάλου Aλεξάνδρου. 2. (μτφ.) η απόδοση εξαιρετικών ιδιοτήτων σε κπ. ή σε κτ., η υπερβολική εκτίμηση και ο θαυμασμός προς κτ.: H ~ του χρήματος / της βίας / της επιστήμης / της τεχνικής.

[λόγ. < ελνστ. θεοποίη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go