Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεολογώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεολογώ [θeoloγó] Ρ10.1α : ασχολούμαι με τη θεολογία, εκφράζω την άποψή μου σε θεολογικά ζητήματα.

[λόγ. < αρχ. θεολογῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
θεολογώ.
  • (Αμτβ.) διδάσκω το θείο λόγο:
    • ένδοξοι πατέρες, οπὀθεολογήσατε νύκτας και τας ημέρας (Συναξ. γυν. 152).

[αρχ. θεολογέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go