Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεολογείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεολογείο το [θeolojío] Ο39 : 1. τμήμα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, όπου εμφανίζονταν οι ηθοποιοί που υποδύονταν τους θεούς. 2. σκηνικό μηχάνημα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου που παρουσίαζε την κατοικία των θεών.

[λόγ. < ελνστ. θεολογεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go