Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεοδόχος, επίθ.
-
- Που δέχτηκε το Θεό:
- Μαρίαν την πανάχραντον, πηγήν την θεοδόχον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1042).
[<ουσ. Θεός + δέχομαι. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]
- Που δέχτηκε το Θεό:



