Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θελόποιμα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θελόποιμα το.
  • Ενέργεια που ευχαριστεί:
    • να προσφέρει αυτό για θελόποιμά του ομπροστά στον Κύριο (Πεντ. Λευιτ. I 3).

[<θελοποιώ + κατάλ. μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go