Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θειάφη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θειάφη η· τεάφη· τειάφη.
  • Θειάφι:
    • συσκευασία εκ νίτρου, τεάφης και καρβούνου (Δούκ. 2653).

[<ουσ. θειάφι(ον) + κατάλ. η. Ο τ. τεάφη στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go