Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεατρίνος ο [θeatrínos] Ο18 θηλ. θεατρίνα [θeatrína] Ο26 : 1. ηθοποιός ιδίως του θεάτρου, συνήθ. ως θετικός χαρακτηρισμός για πολύ καλό ηθοποιό. 2. (μτφ.) αυτός που προσποιείται, που υποκρίνεται, που κάνει θεατρινισμούς: Mην πιστεύετε στα δάκρυά της, είναι μεγάλη θεατρίνα.
[λόγ. θέατρ(ον) -ίνος (< ιταλ. -ino, επίθημα που δηλώνει ομοιότητα ή υποκορ.), κατά τα αρλεκίνος, καμποτίνος (διαφ. το ιταλ. teatrino `μικρό θέατρο΄)· θεατρίν(ος) -α]



