Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θεάρεστα, επίρρ.
-
- Όπως αρέσει στο Θεό, με ευσέβεια:
- θεάρεστα να ζήσουν (Χριστ. διδασκ. 126).
[<επίθ. θεάρεστος. Η λ. στο Somav. (λ. θεαρέστως)]
- Όπως αρέσει στο Θεό, με ευσέβεια:



