Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαλασσινά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θαλασσινά, επίρρ.
  • 1) Απ’ τη μεριά της θάλασσας·
    • (εδώ) δυτικά:
      • θαλασσινά και ανατολικά (Πεντ. Γέν. XXVIII 14).
  • 2) Κοντά στη θάλασσα:
    • Φλάμπουρα φουσσάτο του Εφραίμ εις τις στρατιές τους θαλασσινά (αυτ. Αρ. II 18).

[<επίθ. θαλασσινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go