Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαλαμοφύλακας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαλαμοφύλακας ο [θalamofílakas] Ο5 : στρατιώτης στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη θαλάμου σε στρατώνα: Tιμωρήθηκε, γιατί κοιμόταν, ενώ ήταν ~.

[λόγ. θάλαμ(ος) -ο- + -φύλακας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go