Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαλαμοφύλακας ο [θalamofílakas] Ο5 : στρατιώτης στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη θαλάμου σε στρατώνα: Tιμωρήθηκε, γιατί κοιμόταν, ενώ ήταν ~.
[λόγ. θάλαμ(ος) -ο- + -φύλακας]



