Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θέσμιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέσμιο το [θézmio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : θεσμοί, ήθη και έθιμα που ισχύουν σε έναν τόπο: Tα διεθνή θέσμια προστατεύουν τους ξένους διπλωματικούς αντιπροσώπους.

[λόγ. < αρχ. θέσμιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go