Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θάρρι το.
-
- Θάρρος:
- από ημάς τι βούλεσαι, ειπέ το με το θάρρι (Μαρκάδ. 674).
[<πληθ. θάρρη του ουσ. θάρρος. Η λ. και σήμ. ποντ. (Παπαδ., λ. θάρρος)]
- Θάρρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- θαρρικά, επίρρ.
-
- Με θάρρος:
- εμπαίνω απέσω θαρρικά (Λίβ. Sc. 1922).
[<επίθ. *θαρρικός (πβ. ποντ. ‑ά τα)]
- Με θάρρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- θαρρικώς, επίρρ.
-
- Με θάρρος:
- (Σπαν. A 175).
[<*επίθ. θαρρικός. Η λ. τον 5.(;) αι. (Steph.)]
- Με θάρρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- θάρρισμα το.
-
- Θάρρος:
- αγάπα την … μήπως και πάρει θάρρισμα (Δεφ., Λόγ. 299).
[<αόρ. του θαρρώ αναλογ. με ουσ. σε ‑ισμα]
- Θάρρος:



