Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ημπορώ· εμπορώ· ηπορώ· μπορώ· πορώ· μτχ. εμπορεμένος· εμποριζάμενος· ημπορεζόμενος· ημποριζάμενος· ημπορούμενος· μπορεζάμενος· μπορεζόμενος· μπορεμένος· μπορεσάμενος· μποριζάμενος· (μ)ποριζόμενος· μπορούμενος.
-
- 1)
- α) Έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα να πραγματοποιήσω κ.:
- αν ημπορείς ευεργετείν (Σπαν. B 222)·
- μήδ’ ο χειμώνας νέφαλα τόσα μπορά σηκώσει (Ερωφ. Γ´ 195)·
- β) έχω την ευχέρεια, μου είναι εύκολο κ.:
- είσαι βασιλιού παιδί, καθώς μπορούσι … ’ς τσι πράξες σου όλοι να το θωρούσι (Ερωφ. Α´ 141)·
- γ) κατορθώνω, πετυχαίνω κ.:
- στη Σούδα δεν εμπόρεσαν ετότες για να μπούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44822).
- α) Έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα να πραγματοποιήσω κ.:
- 2) Έχω ψυχική δύναμη, αντέχω:
- Ουκ ημπορώ από του νυν οδύνας να βαστάζω (Ιμπ. 834)·
- εζάλισέ με, δε μπορώ πλιο μου να τον ακούγω (Φορτουν. Β´ 39).
- 3) Έχω το δικαίωμα, την εξουσία να κάνω κ.:
- Ώδε λέγει εκείνον τό εμπορούν να ποίσουν οι κριταί (Ασσίζ. 27625).
- 4) Ξέρω, κατέχω κ.:
- τι να λέγω ουκ εμπορώ, τι να τον επαινέσω (Αχιλλ. L 1222).
- 5) (Απρόσ., συν. με άρν.) δεν είναι δυνατόν, μπορετό, «γραφτό»:
- νεότερε, τό πεθυμάς δεν ημπορεί να το ’χεις (Ερωτοπ. 644).
- Η μτχ. μπορεζάμενος ως επίθ. = που έχει δύναμη, δυνατός, ισχυρός:
- ό,τι οι ανθρώποι δε μπορού να κάμουσι, μπορούσι οι μπορεζάμενοι θεοί (Πανώρ. Δ´ 272).
- Η μτχ. μπορεμένος ως επίθ. =
- 1) Που έχει δύναμη, δυνατός, ισχυρός:
- (Πανώρ. Δ´ 77)·
- θέλου (ενν. οι κοπελιές) αδυνατό και μπορεμένο ταίρι να ’χουσιν (Φορτουν. Γ´ 195).
- 2) Πλούσιος, ευκατάστατος:
- εί συνηθισμένο ’ς τσι γάμους να μαζώνουνται (ενν. οι βοσκοί) πάντα τω μπορεμένω (Πανώρ. Ε´ 370).
- 1) Που έχει δύναμη, δυνατός, ισχυρός:
- Το ουδ. μπορεμένο, μπορεζάμενο(ν) ως ουσ. = δυνατόν, ενδεχόμενο:
- αν έναι μπορεμένο το στρώμα να μη σε κρατεί ποτέ ξεχωρισμένο (Φορτουν. Ε´ 165).
[<ευπορώ (βλ. ά.). Ο τ. εμπ‑ στο Du Cange (‑είν). Ο τ. μπορώ στο Βλάχ. και σήμ. Σε κρητ. κείμ. απ. σχηματ. (η)μπορά <(η)μπορεί + να. Η λ. και ο τ. εμπ‑ και σήμ. κυπρ.]
- 1)