Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημιστίχιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημιστίχιο το [imistíxio] Ο42 : το καθένα από τα δύο τμήματα, στα οποία χωρίζεται ένας μετρικός στίχος.

[λόγ. < ελνστ. ἡμιστίχιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες