Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ημιπληγία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημιπληγία η [imiplijía] Ο25 : παράλυση της μιας πλευράς του σώματος, που οφείλεται συνήθ. σε εγκεφαλική βλάβη: Σπαστική ~.

[λόγ. < μσν. ημιπληγία < ελνστ. ἡμιπληγ(ής) `μισοχτυπημένος΄ -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go