Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημιονηγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημιονηγός ο [imioniγós] Ο17 : στρατιώτης, οδηγός μουλαριού, επιφορτισμένος και με τη συντήρησή του.

[λόγ. < ελνστ. ἡμιονηγός `αγωγιάτης που οδηγεί μουλάρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες