Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημιαξόνιο το [imiaksónio] Ο42 : ο άξονας του τροχού που μεταφέρει την κίνηση από το διαφορικό στον τροχό.
[λόγ. ημι- + αξόνιον, υποκορ. της λ. άξων (πρβ. ελνστ. ἀξόνιον `μικρή περόνη΄) μτφρδ. γαλλ. demi-axe]



