Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ημεροσκόπος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ημεροσκόπος, επίθ.· ημερόσκοπος, (Ψευδο-Σφρ. 3929).

[αρχ. επίθ. ημεροσκόπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go