Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημίφως
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημίφως το [imífos] Ο51α (χωρίς πληθ.) : αμυδρό φως, χαμηλός φωτισμός· μισοσκόταδο: Στο ~ του δωματίου του διέκρινε δυο σιλουέτες. Xόρευαν στο ~.

[λόγ. ημι- + φως κατά το λυκόφως μτφρδ. γερμ. Halblicht ή γαλλ. demi-jour]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες