Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηλιογεννημένος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ηλιογεννημένος, μτχ. επίθ.
  • Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
    • της κόρης … της ηλιογεννημένης (Διγ. Esc. 441).

[<ουσ. ήλιος + μτχ. παρκ. του γεννώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go