Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηλίαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλίαση η [ilíasi] Ο33 : μορφή θερμοπληξίας που οφείλεται σε παρατεταμένη παραμονή κάτω από τον καυτό ήλιο, στην παρατεταμένη επίδραση των ηλιακών ακτίνων στα ακάλυπτα μέρη του σώματος: Tο καλοκαίρι μην αφήνετε το κεφάλι σας ακάλυπτο, γιατί υπάρχει φόβος ηλίασης.

[λόγ. < ελνστ. ἡλία(σις) `έκθεση στον ήλιο΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go