Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηθολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηθολόγος ο [iθolóγos] Ο18 θηλ. ηθολόγος [iθolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ηθολογία.

[λόγ. < γαλλ. éthologiste < étho(logie) = ηθο(λογία) -logiste = -λόγος (πρβ. ελνστ. ἠθολόγος `μίμος που παρασταίνει χαρακτήρες΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go