Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ηδονικά, επίρρ.
-
- α) Γλυκά, όμορφα:
- ηδονικά ελάλησα (Διγ. Z 3025)·
- β) με ευχαρίστηση, με απόλαυση:
- Την … οδόν κρατούσι, ηδονικά την τρέχουσιν (Καλλίμ. 2599).
[<επίθ. ηδονικός. Η λ. και σήμ.]
- α) Γλυκά, όμορφα:



