Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηγουμενεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηγουμενεύω [iγumenévo] Ρ5.1α : είμαι ηγούμενος ή εκτελώ χρέη ηγούμενου σε μοναστήρι.

[λόγ. ηγούμεν(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go