Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζύμωμα το [zímoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζυμώνω. 1. επεξεργασία ζύμης για να γίνει κατάλληλη για την παρασκευή ψωμιού, γλυκίσματος κτλ.: Πριν αρχίσουμε το ~, ανάβουμε το φούρνο για να είναι έτοιμος. 2. (μτφ.) μακρόχρονη και στενή συνάφεια.
[μσν. ζύμωμα < ζυμώ(νω) -μα (διαφ. το συγγ. αρχ. ζύμωμα `μείγμα που έχει υποστεί ζύμωση΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζύμωμα το.
-
- Ζύμωμα:
- σκάφην του ζυμώματος (Προδρ. I 74).
[αρχ. ουσ. ζύμωμα. Η λ. και σήμ.]
- Ζύμωμα:



