Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζωύφιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωύφιο το [zoífio] Ο42 : γενικά οποιοδήποτε πάρα πολύ μικρό ζώο, συνήθ. παρασιτικό, και κυρίως έντομο: Όταν γυρίσαμε από τις διακοπές, το σπίτι είχε γεμίσει με κάθε είδους ζωύφια.

[λόγ. < ελνστ. ζῳύφιον (υποκορ. του αρχ. ζῷον)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωύφιον το.
  • Ζωύφιο:
    • Εσθίεις τα ζωύφια, τους μύγιας και τους ψύλλους (Διήγ. παιδ. 973 κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. ζωύφιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go