Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζωοδόχος -ος -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωοδόχος -ος -ο [zooδóxos] Ε14 : (λόγ.) που δέχεται ή έχει δεχτεί τη ζωή. || ως επίθετο της Παναγίας: Zωοδόχος Πηγή.

[λόγ. < ελνστ. ζωοδόχος (< ζωή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go