Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωεμπόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωεμπόριο το [zoembório] Ο40 : εμπόριο ζώων (κυρ. αυτών που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για τη διατροφή του ή στην εργασία του): Πλούτισε από το ~.

[λόγ. ζωέμπορ(ος) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες