Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζυθόχορτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυθόχορτο το [ziθóxorto] Ο41 : κοινή (και εμπορική) ονομασία του φυτού λυκίσκος.

[λόγ. ζύθ(ος) -ο- + χόρτον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go