Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζυγώτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγώτης ο [ziγótis] Ο10 : (βιολ.) ζυγωτό κύτταρο.

[λόγ. < διεθ. zygot(e) -ης < αρχ. ζυγωτός `ζεμένος στο ζυγό΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go