Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζυγούρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγούρι το [ziγúri] Ο44 : (λαϊκότρ.) αρνί ηλικίας δύο χρόνων.

[μσν. ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθ.) -ούριν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go