Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζοφός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζόφος ο [zófos] Ο18 : 1. το βαθύ σκοτάδι του Άδη. 2. (μτφ.) για κατάσταση στην οποία επικρατεί φόβος, τρόμος κτλ.: «Tο Kράτος του Zόφου». ~ ψυχής.

[λόγ. < αρχ. ζόφος]

[Λεξικό Κριαρά]
ζοφός, επίθ.
  • Κούφιος, άδειος:
    • ζοφά και διχώς να είναι γεμάτα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 148v).

[<αρχ. επίθ. σομφός. Τ. ζου‑ σήμ. ιδιωμ. (Δημ.). Η λ. στον Ευστάθιο (LBG), στο Somav. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go