Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζουνάρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζουνάρι το [zunári] Ο44 : (λαϊκότρ.) ζωνάρι.

[μσν. ζουνάρι < ζωνάρι, ίσως από τα βόρεια ιδιώματα, όπου το άτ. [o] τρέπεται σε [u] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ζουνάρι το,
βλ. ζωνάριον.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go