Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζιζάνιον το.
-
- Ζιζάνιο·
- (συν. σε μεταφ.) διχόνοια, στις φρ. βάλλω, εμβάλλω, σπείρω ζιζάνια ή βάνω ζιζάνιον = προκαλώ κακόβουλα διενέξεις, διχόνοια:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 438), (Ριμ. Βελ. ρ 500), (Έκθ. χρον. 3017), (Ιστ. πατρ. 10822).
- (συν. σε μεταφ.) διχόνοια, στις φρ. βάλλω, εμβάλλω, σπείρω ζιζάνια ή βάνω ζιζάνιον = προκαλώ κακόβουλα διενέξεις, διχόνοια:
[μτγν. ουσ. ζιζάνιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Ζιζάνιο·



