Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζιγκολό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζιγκολό ο [zigoló] Ο (άκλ.) : άντρας που συνάπτει έναντι αμοιβής ερωτικές σχέσεις με γυναίκες συνήθ. μεγαλύτερές του σε ηλικία.

[λόγ. < γαλλ. gigolo]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go