Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζην
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζην το [zín] Ο (άκλ.) : στις λόγιες εκφράσεις τα προς το ~, τα υλικά μέσα που είναι απαραίτητα για τις βασικές ανάγκες της ζωής του ανθρώπου (τροφή, κατοικία, ενδυμασία): Ο μισθός μου μόλις που μου εξασφαλίζει τα προς το ~. το ~ επικινδύνως, σε περιπτώσεις που κάποιος διακινδυνεύει συχνά τη σωματική του ακεραιότητα. (λόγ.) ΦΡ εξεμέτρησε το ~ / τον βίον, πέθανε. το ευ ~, η ενάρετη κυρίως ή και η ευτυχισμένη ζωή.

[λόγ. < αρχ. απαρέμφ. ζῆν του ρ. ζῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go