Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζηλευτής
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ζηλευτής ο.
  • Αυτός που εκδικείται:
    • Εγώ είμαι … Θεός ζηλευτής οπού αποδίδω τες αμαρτίες των πατέρων απάνω εις τα παιδία (Χριστ. διδασκ. 63).

[<ζηλεύω + κατάλ. τής. Η λ. το 12. αι. και στο Du Cange]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go