Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζευγολάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζευγολάτης ο [zevγolátis] Ο10 : γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγάς.

[αρχ. ζευγηλάτης, με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες