Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζεστοκοπώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ζεστοκοπώ.
  • Ζεσταίνω, θερμαίνω:
    • ωσάν πουλάκι όντε βραχεί … κι ο ήλιος έβγει … να το ζεστοκοπήσει (Ερωτόκρ. Β´ 540).

[<ουσ. ζέστη + κοπώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go