Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζερβής, επίθ.· θηλ. ζερβέα· ζερβία· ουδ. ζερβί.
-
- Αριστερός:
- εις τον ζερβήν ώμον (Συναδ. φ. 148ν)·
- ζερβί χέρι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1507]).
- Το θηλ. ως ουσ. =
- 1) Το αριστερό χέρι:
- άπλωσεν ο Ισραέλ … τη ζερβιά του ιπί κεφάλι του Μανασέ (Πεντ. Γέν. XLVIII 14).
- 2) Η αριστερή πλευρά:
- στην ζερβέαν στέκονταν … ο ύπατος (Αρσ., Κόπ. διατρ. [954]).
- 1) Το αριστερό χέρι:
[<επίθ. ζερβός κατά τα επίθ. σε ‑ής· πβ. νεότ. δεξής <δεξιός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αριστερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζερβής -ιά -ί [zervís] Ε8 : (σπάν., λαϊκότρ.) αριστερός· ζερβός: Tο ζερβί μέρος του δρόμου. || (ως ουσ.) το ζερβί, το αριστερό μέρος.
ζερβιά ΕΠIΡΡ αριστερά· ζερβά. [μσν. ζερβής < ζερβ(ός) μεταπλ. -ής αναλ. προς άλλα επίθ. (π.χ. δεξής)]



