Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζερβά, επίρρ.· ζαρβά.
-
- Αριστερά:
- (Χρον. Μορ. P 7794)·
- Ζερβά-δεξά τους πολεμά (Ερωτόκρ. Δ´ 1055).
[<επίθ. ζερβός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αριστερά:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<επίθ. ζερβός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |