Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαχαριάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαχαριάζω [zaxarjázo] Ρ2.1α μππ. ζαχαριασμένος : (για καρπούς, γλυκά, μέλι κτλ.) παθαίνω κρυστάλλωση του ζαχάρου που περιέχω· ζαχαρώνω.

[ζάχαρ(η) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go