Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαρωματιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαρωματιά η [zaromatxá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : μικρή πτυχή σε ύφασμα, δέρμα κτλ. που δεν είναι καλά τεντωμένο ή σιδερωμένο· ζάρα.

[ζαρωματ- (ζάρωμα) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go