Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαμπόν
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαμπόν το [zambón] Ο (άκλ.) : χοιρινό κρέας, από μηρό ή πλάτη, παρασκευασμένο με ειδικό τρόπο, για να μπορεί να διατηρηθεί: Kαπνιστό ~. Ομελέτα με ~. Kονσέρβα ~. ζαμπονάκι το YΠΟKΟΡ για κονσέρβα ζαμπόν.

[λόγ. < γαλλ. jambon]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαμπονοτυρόπιτα η [zambonotirópita] Ο27 : ατομική τυρόπιτα με ζαμπόν.

[ζαμπόν -ο- + τυρόπιτα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go