Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζαλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαλώνω [zalóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) φορτώνω κτ. στην πλάτη (ανθρώπου ή ζώου)· ζαλικώνω1. || (παθ.) φορτώνομαι, παίρνω στους ώμους μου κτ. ή κπ.

[ζάλ(ο) -ώνω(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go