Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζαλικώνω [zalikóno] -ομαι Ρ1 : 1. (λαϊκότρ.) φορτώνω κτ. στην πλάτη (ανθρώπου ή ζώου)· ζαλώνω. || (παθ.) φορτώνομαι, παίρνω στους ώμους μου κτ. ή κπ. 2. (προφ., μτφ.) αναθέτω σε κπ. να κάνει κτ. κουραστικό ή επαχθές αντί για μένα· φορτώνω, αγγαρεύω, επιφορτίζω: Πάλι εμάς θα ζαλικώσει για / με τις δουλειές του. || (παθ.) υφίσταμαι (αντί για άλλον) κάποια δυσμενή συνέπεια· φορτώνομαι, επωμίζομαι: Tη ζαλικωθήκαμε τη ζημιά.
[ζαλίκ(ι) -ώνω]



